σεληνόπληκτος

σεληνόπληκτος
σεληνόπληκτος
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σεληνόπληκτος — ον, Α 1. αυτός που έχει πληγεί από την βλαβερή επίδραση τής Σελήνης 2. (κατ* επέκτ.) ο επιληπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. θαλασσό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • σεληνόπληκτε — σεληνόπληκτος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεληνόβλητος — ον, Α σεληνόπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + βλητος (< βάλλω), πρβλ. πετρό βλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”